περίβασις

περίβασις
περίβᾰσις, εως, , ([etym.] περιβαίνω)
A going round, circuit, GDI5075.72 ([place name] Crete); οὐρανοῦ ταχύτητα τὴν περὶ ταῦτα π. Corp.Herm.5.5 codd.; ἐσχίσθω ὁ ἱμὰς τὴν ἀμφὶ τὸ οὖς περίβασιν let the bandage be slit so as to go round the ear, Hp.Art.33, cf. Gal.18(1).754.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περίβασις — εως, ἡ, Α [περιβαίνω] 1. το βάδισμα γύρω γύρω, η πορεία σε κύκλο 2. περιστροφή, περιφορά, περίοδος, γύρος («οὐρανοῡ ταχύτητα τὴν περὶ ταῡτα περίβασιν», Ερμητ. Κείμ.) 3. (κυρίως για επίδεσμο) το μέρος ενός πράγματος το οποίο περιβάλλει κάτι… …   Dictionary of Greek

  • περίβασιν — περίβασις going round fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβασία — ἡ, Α περιβασώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιβασ τού περιβαίνω (πρβλ. περίβασις), κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

  • περιβασώ — οῡς, ἡ, Α αυτή που περπατά γύρω γύρω, που τριγυρίζει 2. (ως άσεμνος χαρακτηρισμός) (για την Αφροδίτη στο Άργος) ανοικτοσκελής, αυτή που ανοίγει εύκολα τα πόδια της 3. συνεκδ. γυναίκα εύκολη, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιβασ τού περιβαίνω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”